- δημιουργεῖον
- δημιουργ-εῖον, τό,A work-place, App.Pun.93.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δημιουργείον — δημιουργεῑον, το (Α) [δημιουργός] το εργαστήριο … Dictionary of Greek
δημιουργεῖον — work place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργεῖα — δημιουργεῖον work place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)